επινεμεσώ

επινεμεσώ
ἐπινεμεσῶ, -άω (Α)
εξοργίζομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεμεσώ «εξοργίζομαι, αγανακτώ» (< νέμεσις «ανταπόδοση»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”